- πυροβόρος
- πῡροβόρος, ον,A eating wheat, Q.S.2.197.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυροβόρος — ον, Α αυτός που τρώει σιτάρι, σιτοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. σαρκο βόρος] … Dictionary of Greek
πυροβόροισιν — πυροβόρος eating wheat masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυροβόρων — πυροβόρος eating wheat masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)